- επωνυμιον
- ἐπωνύμιοντό Plut. = ἐπωνυμία См. επωνυμια
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπωνύμιον — surname neut nom/voc/acc sg ἐπωνύμιος called after masc acc sg ἐπωνύμιος called after neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωνύμιο — το (AM ἐπωνύμιον) επωνυμία, νέα, πρόσθετη ονομασία («τίθενται αὐτῷ ἐπωνύμιον Ποπλικόλαν», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ωνύμιον (< όνομα) πρβλ. ανθρωπ ωνύμιο, παρ ωνύμιο, τοπ ωνύμιο] … Dictionary of Greek